βραχνάς

βραχνάς
και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς)
νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο κάθεται πάνω στο στήθος του κοιμισμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *βαρχνάς < μσν. βαρυχνάς < *βαρυφνάς < βαρυπνάς < *βαρυ-υπνάς < βαρύς + ύπνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βραχνάς — ο δυσάρεστη κατάσταση που προκαλεί πίεση και στενοχώρια: Οι εξετάσεις γίνονται βραχνάς για πολλούς έφηβους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Sleep paralysis — is paralysis associated with sleep that may occur in healthy persons or may be associated with narcolepsy, cataplexy, and hypnagogic hallucinations. The pathophysiology of this condition is closely related to the normal hypotonia that occurs… …   Wikipedia

  • ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • βαβουτσικάριος — ο (Μ βαβουτσικάριος) ο εφιάλτης, ο νυχτερινός βραχνάς νεοελλ. πληθ. μεταμφιεσμένοι με περικεφαλαίες, χωρίς μάσκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι έχει σχέση με τον θηλυκό δαίμονα βάβω, επιβίωση ίσως της Βαυβούς, ενός από τα πρόσωπα… …   Dictionary of Greek

  • εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως …   Dictionary of Greek

  • ηπιάλης — ἠπιάλης και ἠπιόλης, ό (Α) εφιάλτης, βραχνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ηπίαλος*] …   Dictionary of Greek

  • μόρα — (I) η (Α μόρα) στρατιωτικό τάγμα από ιππείς και οπλίτες στην αρχαία Σπάρτη στο οποίο κατατάσσονταν όλοι οι στρατεύσιμοι πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ τού μείρομαι*]. (II) η δυσφορία κατά τη διάρκεια τού ύπνου,… …   Dictionary of Greek

  • μώρα — (I) η εφιάλτης κατά την διάρκεια τού υπνου, βραχνάς, μόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τού μόρα < σλαβ. mora, πιθ. κατ επίδραση τού μώρα (II)]. (II) η παροδική απώλεια σκέψης και αντίληψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρά, θηλ. τού επιθ. μωρός, με… …   Dictionary of Greek

  • πνίχτης — ο, Ν [πνίγω] αυτός που πνίγει («τής πλέκει ο πνίχτης ο βραχνάς στεφάνι», Γρυπ.) …   Dictionary of Greek

  • σβραχνάς — ο, Ν βλ. βραχνάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”