βραχνάς — ο δυσάρεστη κατάσταση που προκαλεί πίεση και στενοχώρια: Οι εξετάσεις γίνονται βραχνάς για πολλούς έφηβους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Sleep paralysis — is paralysis associated with sleep that may occur in healthy persons or may be associated with narcolepsy, cataplexy, and hypnagogic hallucinations. The pathophysiology of this condition is closely related to the normal hypotonia that occurs… … Wikipedia
ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… … Dictionary of Greek
βαβουτσικάριος — ο (Μ βαβουτσικάριος) ο εφιάλτης, ο νυχτερινός βραχνάς νεοελλ. πληθ. μεταμφιεσμένοι με περικεφαλαίες, χωρίς μάσκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι έχει σχέση με τον θηλυκό δαίμονα βάβω, επιβίωση ίσως της Βαυβούς, ενός από τα πρόσωπα… … Dictionary of Greek
εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως … Dictionary of Greek
ηπιάλης — ἠπιάλης και ἠπιόλης, ό (Α) εφιάλτης, βραχνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ηπίαλος*] … Dictionary of Greek
μόρα — (I) η (Α μόρα) στρατιωτικό τάγμα από ιππείς και οπλίτες στην αρχαία Σπάρτη στο οποίο κατατάσσονταν όλοι οι στρατεύσιμοι πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας μερ τού μείρομαι*]. (II) η δυσφορία κατά τη διάρκεια τού ύπνου,… … Dictionary of Greek
μώρα — (I) η εφιάλτης κατά την διάρκεια τού υπνου, βραχνάς, μόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τού μόρα < σλαβ. mora, πιθ. κατ επίδραση τού μώρα (II)]. (II) η παροδική απώλεια σκέψης και αντίληψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρά, θηλ. τού επιθ. μωρός, με… … Dictionary of Greek
πνίχτης — ο, Ν [πνίγω] αυτός που πνίγει («τής πλέκει ο πνίχτης ο βραχνάς στεφάνι», Γρυπ.) … Dictionary of Greek
σβραχνάς — ο, Ν βλ. βραχνάς … Dictionary of Greek